- εισδυσίμετρο
- τοσυσκευή με την οποία μετρούν τη σκληρότητα ανθεκτικού υλικού εφαρμόζοντας δοκιμή εισδύσεως.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πενετρόμετρο — το τεχνολ. το εισδυσίμετρο, δηλαδή συσκευή με την οποία μετρούν τη σκληρότητα ανθεκτικού υλικού εφαρμόζοντας δοκιμή εισδύσεως. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο συνθ., πρβλ. αγγλ. penetrometer < λατ. penetro «εισδύω» + μέτρο] … Dictionary of Greek